- πυρβολαρχία
- η, Νβλ. πυροβολαρχία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυροβολαρχία — και πυρβολαρχία, η, Ν στρ. 1. μονάδα τού όπλου τού πυροβολικού αντίστοιχη προς τον λόχο τού πεζικού που αποτελεί υποδιαίρεση τής μοίρας πυροβολικού 2. φρ. α) «πυροβολαρχία βολής» πυροβολαρχία που μετέχει ενεργά στη μάχη β) «πυροβολαρχία… … Dictionary of Greek